- προομολογία
- ἡ, Α [προομολογῶ]προσυμφωνία, διακανονισμός που προηγείται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προομολογίας — προομολογίᾱς , προομολογία previous agreement fem acc pl προομολογίᾱς , προομολογία previous agreement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek